- ποδηγός
- ποδηγόςguiding the footmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδηγός — και δωρ. τ. ποδαγός, όν, ΜΑ 1. αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που τού δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. οδηγός (α. «ἰδού, πορεύομαι, τέκνον, οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», Ευρ. β. «ποδηγῷ καὶ… … Dictionary of Greek
ποδηγοί — ποδηγός guiding the foot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδηγούς — ποδηγός guiding the foot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδηγέ — ποδηγός guiding the foot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδηγῷ — ποδηγός guiding the foot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδηγόν — ποδηγός guiding the foot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαγός — όν, Α (δωρ. και ποιητ. τ.) βλ. ποδηγός … Dictionary of Greek
ποδηγία — ἡ, Α [ποδηγός] το να οδηγεί κανείς κάποιον άλλο, η καθοδήγηση … Dictionary of Greek
ποδηγώ — έω, Α [ποδηγός] 1. ποδηγετώ, δείχνω το δρόμο («ἁρπάσας παῑδα ἕνα... ἐκέλευσε ποδηγεῑν πρὸς τὰς ἀνατολάς», Απολλόδ.) 2. κατευθύνω, καθοδηγώ πνευματικά … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek